περιγράφομαι — περιγράφω draw a line round pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορώ — (ΑΜ ἱστορῶ, έω) [ίστωρ] 1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι 2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω 3. ζωγραφίζω αρχ. 1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ 3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω 5. παθ.… … Dictionary of Greek
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek
προδιαλαμβάνω — ΝΜΑ νεοελλ. παθ. προδιαλαμβάνομαι (για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα») αρχ. 1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῑχος] τοῑς ληστρικοῑς», Ιώσ.) 2. κρίνω και αποφασίζω… … Dictionary of Greek
προκαταλέγομαι — Α 1. περιγράφομαι εκ τών προτέρων («ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς», Ηρόδ.) 2. προμνημονεύομαι («ἡ προκατειλεγμένη σύνταξις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλέγω (ΙΙ) «διηγούμαι, ιστορώ, καταγράφω»] … Dictionary of Greek
συμπεριοδεύω — Α [περιοδεύω] 1. ακολουθώ την πορεία κάποιου 2. (κατ επέκτ.) ταξιδεύω μαζί με άλλον, συνταξιδεύω 3. παθ. συμπεριοδεύομαι (για τόπο) περιγράφομαι επίσης κατά την περιοδεία κάποιου («τούτῳ δέ τινα συμπεριωδεύθη καὶ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αιθιοπίας»,… … Dictionary of Greek
παριστάνομαι — βλ. πίν. 89 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: παριστάνομαι : κυρίως με την έννοια → εικονίζομαι, περιγράφομαι ως... Η Γραμματική (ΟΕΔΒ, 1988) αναφέρει αόριστο παραστάθηκα, ο οποίος δε συνηθίζεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής